Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Κατερίνα Καραδήμα: "Με τον τζουρά και γενικότερα με τη μουσική, έχω ταξιδέψει περισσότερο στις καρδιές ωραίων ανθρώπων"



H μουσικός Κατερίνα Καραδήμα, με ταξιδιωτικό οδηγό ζωής τον τζουρά και με πυξίδα τον ενθουσιασμό και το πάθος του ερασιτέχνη, περιπλανιέται στους δρόμους του ρεμπέτικου, από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Αθήνα, μέσω... Λαμίας κι από εκεί... "ως τα πέρατα του κόσμου", γιατί... "η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, είναι η μικρή μου καθημερινή χαρά και απόδραση, το ταξίδι μακριά από όσα με αγχώνουν και με δυσκολεύουν". Αυτό το ταξίδι είναι και ο δικός μας προορισμός!

Αποκλειστική συνέντευξη της Κατερίνας Καραδήμα στο Fairytales και τον δημοσιογράφο Νίκο Κολίτση

Γιατί εξακολουθεί να θεωρείται από πολλούς και εντός της μουσικής πραγματικότητας το ρεμπέτικο ως «μουσική του περιθωρίου;»

Για τους ανθρώπους που γνωρίζουν το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, την αισθητική του, τη μουσική του αξία, τι εκφράζει και τι υπερασπίζεται, τους δημιουργούς του και πώς αυτοί έζησαν και το υπηρέτησαν, ξέρει πολύ καλά πως αυτή είναι μια μια ανυπόστατη προκατάληψη που δημιουργήθηκε τεχνηέντως σε άλλες εποχές. 

Είναι μια τεράστια συζήτηση που μπορεί να ξεκινήσει από ένα τέτοιο ερώτημα κι εγώ σίγουρα δεν είμαι ειδική, αλλά επιγραμματικά, επιτρέψτε μου να πω, ότι κάπως έτσι ονομάστηκαν “Κλέφτες” όσοι δεν ανέχτηκαν τον Οθωμανικό ζυγό και βγήκαν στα βουνά, η Ελλάδα βαφτίστηκε "Ψωροκώσταινα”, το “πιάνο και τα γαλλικά” έγιναν η επιτομή της παιδείας, σε αντίθεση με το μπουζούκι που λοιδορήθηκε και κυνηγήθηκε και μαζί του όσοι το έπαιζαν που ονομάστηκαν “ρεμπέτες” και κατηγορήθηκαν μαζί του ως περιθωριακοί... Ποιο το μπουζούκι, δηλαδή το αρχαίο ελληνικό ‘τρίχορδον” ή “πανδουρίς”, που παιζόταν στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα μέχρι τον Μακρυγιάννη, τον Τσιτσάνη και σήμερα... 

Όμως, τελικά, η ζωή βάζει τα πράγματα στη θέση τους και οι έννοιες αυτές -του Κλέφτη ή του Ρεμπέτη- έγιναν τελικά υμνητικές από προσβλητικές. Για όσους, λοιπόν, θεωρούν ακόμα ότι το ρεμπέτικο είναι η μουσική του περιθωρίου, θα πρότεινα να το ψάξουν λίγο περισσότερο. Άλλωστε, κάτι θα ξέρουν και στην UNESCO που το 2017 το ενέταξαν στην παγκόσμια άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας… Εκτός αν θεωρήσουμε το περιθώριο ως τη μικρή κάθε φορά αλλά δημιουργική μειοψηφία της κοινωνίας που τολμά να κάνει τη διαφορά και την πάει μπροστά, πολιτισμικά, κοινωνικά ή πολιτικά και πολεμιέται μόνιμα από το συντηρητικό της κομμάτι.


Ο Παρφές, ένα σύγχρονο παραμύθι για τον σχολικό εκφοβισμό!


    Πατήστε εδώ!

                                     
                                                Συγγραφέας: Σοφιάννα Παϊδούση
Ηλικία: από 4 ετών
Σελίδες: 80
Είδος: Print Book, Fairytale, Picture book, full color
Τόπος & Χρόνος έκδοσης: Αθήνα, Ιούλιος 2019

Παραγγείλτε το βιβλίο του Παρφέ, στη μοναδική τιμή των 9,99 € και κερδίστε αυτόματα: 
↝Το αντίστοιχο eBook του Παρφέ, (αξίας 4.90 €)
↝Την ηχογραφημένη αφήγηση της ιστορίας  (αξίας 1 €)
↝Ιδιόχειρη αφιέρωση της συγγραφέα

→Super προσφορά: 
Τα δύο βιβλία 18 €, τα τρία 24€!!!
Για παραγγελίες στο: Facebook: @oparfes
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ για το βιβλίο (κριτικές & συνεντεύξεις):
https://oparfes.blogspot.com
Για να δείτε το ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ:

                                                                                 

Είναι η Θεσσαλονίκη -η πόλη όπου σπουδάσατε, μεταξύ άλλων- η πιο αντιπροσωπευτική εκπρόσωπος του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού και του ρεμπέτικου;

Σίγουρα η Θεσσαλονίκη έχει γράψει τη δική της ιστορία στο λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι, όμως, θεωρώ ότι τα πρωτεία έχει η Αθήνα, μιλώντας για τα τελευταία σχεδόν εκατό χρόνια, όσον αφορά τόσο στην πρωτογενή δημιουργία όσο και στους μουσικούς χώρους όπου παίχτηκαν και τραγουδήθηκαν τα ρεμπέτικα τραγούδια. 

Η Αθήνα, ως διαχρονικός πόλος έλξης των ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων κι όχι μόνο, κυρίως από τη Μικρασιατική καταστροφή και μετά αλλά και νωρίτερα, είχε συγκεντρώσει την “αφρόκρεμα” των λαϊκών δημιουργών που πραγματικά στη συνέχεια μεγαλούργησαν. Από τους μεγάλους Μικρασιάτες συνθέτες, Τούντα, Περιστέρη, Παπάζογλου, Χατζηχρήστο μέχρι τον Μάρκο και τη σχολή του Πειραιά αλλά και τους Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη και αργότερα Χιώτη κ.ά. και χωρίς να αναφερθούμε στους ερμηνευτές, καταλαβαίνουμε τι απίστευτο ανθρώπινο καλλιτεχνικό δυναμικό είχε συγκεντρωθεί στην Αθήνα και γιατί ακολούθησε και η εκπληκτική δημιουργική “έκρηξη” που αποτυπώθηκε και στη δισκογραφία τα επόμενα χρόνια.



Σκέψεις για το λαϊκό τραγούδι


Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι κώδικας συμπεριφοράς, τρόπος να ζεις, να αντιλαμβάνεσαι την ομορφιά, να ερωτεύεσαι, να μάχεσαι, να αντιδράς στον κοινωνικό βίο, στη σκληρότητα της ζωής, στην αρρώστια και στον θάνατο, στο χρήμα και στον πλούτο, στη φτώχεια, στην κοινωνική ανισότητα.

Αυτά ένιωσα κι έμαθα, αεί διδασκόμενη στο Μεγάλο Ρεμπέτικο Πανεπιστήμιο, από τα πιο γλυκά χρόνια της εφηβείας μου, μέχρι και σήμερα στην ωριμότητα της ζωής μου με δασκάλους τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Χατζηχρήστο, τον Χιώτη, την Μπέλλου, τη Στέλλα Χασκίλ, την Νίνου, τον Δελιά, τον Σκαρβέλη και τόσους άλλους σπουδαίους, μέσα από τις παλιές ηχογραφήσεις των δίσκων γραμμοφώνου αλλά και τα αγαπημένα μουσικά στέκια, όπως η θεσσαλονικιώτικη Τομπουρλίκα των φοιτητικών μου χρόνων με τον Παντελή Χατζηκυριάκο ή η σκοπελίτικη Ανατολή του Γιώργου Ξηντάρη, τους οποίους επίσης θεωρώ δασκάλους μου.

Αυτό ήταν το ωδείο των μουσικών σπουδών μου, από τη στιγμή που το ’φερε η ζωή, στα δεκαέξι μου να ακούσω από κοντά μπουζούκι και να το πιάσω στα χέρια μου. Η μουσική μου πατρίδα μού αποκαλύφθηκε, κι ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε που κρατάει μέχρι σήμερα.

Ο τζουράς, που ήρθε στα φοιτητικά μου χρόνια, έγινε ο αχώριστός μου σύντροφος. Από τότε κάθε τραγούδι και ‘μάθημα’, πατώντας στα παλιά βήματα, και νέα χαρά και απόλαυση για κάθε νέα ‘κατάκτηση’ παιξίματος και ανακάλυψη ενός νέου ‘διαμαντιού’- τραγουδιού που θα παιζόταν και θα τραγουδιόταν στην επόμενη μάζωξη της παρέας, στην επόμενη μυσταγωγία της ταβέρνας όπου ποτηράκι το ποτηράκι, με στις βραδινές ώρες να κυλούν αργά, οι καρδιές θα ξαλάφρωναν, θα γλύκαιναν, θα απελευθερώνονταν από τα βάσανα, τους καημούς και τα παράπονα και πάνω στις στροφές του χορού θα λυτρώνονταν από κάθε πόνο και αδυναμία του πεζού βίου.

Ο δίσκος περιλαμβάνει τα πρώτα πειραματικά ολοκληρωμένα τραγούδια σε μουσική και στίχο, όπως το Κόκκινο, τον Λαβύρινθο, το Σφάλμα, που γράφτηκαν το 2013, με πρώτο χρονικά το Τι κι αν είσαι μπατιράκι, αλλά και κάποια από τα τελευταία του 2018, όπως το Με σημαία Παναμά και το Εξ αμελείας θύτης.

Επίσης, είχα τη χαρά να συμπεριλάβω και δύο τραγούδια σε στίχους του Χρήστου Κανελλόπουλου, το Πανάθεμα την ομορφιά σου και του Μαρίνου Ρούσσου το Κρύβε λόγια, που μου εμπιστεύθηκαν να τα ντύσω με μουσική αλλά και την πολύ μεγάλη τιμή να τα ερμηνεύσουν δύο κορυφαίοι λαϊκοί μας ερμηνευτές ο Μπάμπης Τσέρτος και ο Δημήτρης Κοντογιάννης.

Όντας αυτοδίδακτη και ως επί το πλείστον ερασιτέχνης, νιώθετε ότι αν το τραγούδι και η μουσική ήταν η αποκλειστική επαγγελματική σας ενασχόληση, θα είχατε καταφέρει περισσότερα μουσικά πράγματα; Ποιος/α συμφοιτητής/τρια από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ και συνοδοιπόρος σε ερασιτεχνική ρεμπέτικη κομπανία της εποχής, εξακολουθεί σήμερα να κινείται στα ίδια μουσικά μονοπάτια;

Σίγουρα θα είχα αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση ως μουσικός και ερμηνεύτρια, γράφοντας πολλά περισσότερα μουσικά χιλιόμετρα στο “κοντέρ”, που είναι πραγματικά μεγάλο σχολείο για έναν μουσικό και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ένας ερασιτέχνης να την αποκτήσει. Από την άλλη πλευρά, όταν βιοπορίζεσαι αποκλειστικά από τη μουσική, είναι κάτι που σε κάνει να χάσεις, ενδεχόμενα υποθέτω, τον ενθουσιασμό και το πάθος του ερασιτέχνη. 

Όσο αφορά στα φοιτητικά χρόνια, συνοδοιπόροι στη ρεμπέτικη κομπανία μας ήταν συμφοιτητές όχι από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων αλλά από το Τμήμα των Χημικών Μηχανικών. Έχουμε χαθεί κάπως τα τελευταία χρόνια, αλλά απ΄ ότι ξέρω κανένας άλλος δεν ακολούθησε παρόμοια διαδρομή με μένα, εννοώντας τη σύνθεση και τη δημιουργία τραγουδιών. Εύχομαι, πάντως, να είναι όλοι καλά και να συνεχίζουν την ερασιτεχνική ενασχόληση. Με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου που σχεδιάζουμε για τον χειμώνα στη Θεσσαλονίκη, "εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών", ελπίζω να ξαναπαίξουμε όλοι παρέα.

To βιβλίο σας με τίτλο «Με σημαία... Παναμά» συνοδεύεται από cd με τραγούδια σας από διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ποια θέση κατέχει σήμερα το cd στη ζωή των νέων ανθρώπων; Είναι εφικτή η υλοποίηση της κυκλοφορίας των τραγουδιών σε βινύλιο και πόσο αυτό αποτελεί επιθυμία σας;

Η τεχνολογία αλλάζει με απίστευτη ταχύτητα την καθημερινότητά μας και πράγματι εξαιτίας και του διαδικτύου και το CD σε λίγο θα αποτελεί παρελθόν, όχι μόνο για τους νέους ανθρώπους για τους οποίους ήδη, μάλλον, δεν υπάρχει, υποθέτω... Η αποτύπωση των τραγουδιών μου σε βινύλιο είναι κάτι που με ενδιαφέρει, αλλά με προβληματίζει σίγουρα το κόστος παραγωγής.

Tζουράς, μπουζούκι, μπαγλαμάς. Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα τρία αυτά όργανα με τα οποία έχετε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση από την εφηβεία σας μέχρι σήμερα; Με ποιο έχει συνδέσει τις πιο έντονες αναμνήσεις και γιατί;

Τα τρία αυτά όργανα ανήκουν στην οικογένεια των τρίχορδων. Ο τζουράς και το μπουζούκι έχουν τον ίδιο ρόλο στην ορχήστρα ως σολιστικά όργανα, διαφέρουν ως προς το μέγεθος και το ηχόχρωμα, καθώς ο κλασικός τζουράς έχει έναν πιο συρμάτινο ήχο -αν μπορούσαμε να το πούμε έτσι- και ταιριάζει περισσότερο στα τραγούδια της Πειραιώτικης Σχολής, δηλαδή του Μάρκου, του Δελιά, του Μπάτη,... Ο μπαγλαμάς έχει, κυρίως, συνοδευτικό ρυθμικό ρόλο. 

Προσωπικά η μουσική μου πορεία έχει καθοριστεί από τον τζουρά μου, από τα φοιτητικά χρόνια μέχρι σήμερα, περισσότερο, όμως, ο συγκεκριμένος, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μισομπούζουκο, από άποψη ηχοχρώματος. 

Επειδή στο παίξιμο αυτό που με εξέφραζε ήταν και είναι να μπορώ να παίξω όλα τα μέρη του τραγουδιού -εισαγωγή, απαντήσεις,...- και να το τραγουδήσω για να απολαύσω ολόκληρη τη σύνθεση, ο τζουράς ήταν το πιο κατάλληλο όργανο για μένα, αλλά μου ταίριαζε και από άποψη αναλογιών και μεγέθους. Και με αυτόν, βέβαια, έχουν συνδεθεί και οι πιο έντονες αναμνήσεις τόσο για τις αξέχαστες βραδιές με παρέες αγαπημένες αλλά και πολύ διαφορετικές όσο και γιατί με αυτόν έκανα και τις συνθέσεις των περισσότερων τραγουδιών.

                            να δείτε εδώ!

«Για καραβάκι έναν τζουρά, θα έχουμε, μικρό μου, που θα μας πάει μακριά στα πέρατα του κόσμου». Πού σας έχει ταξιδέψει ο τζουράς μέχρι σήμερα και πού θα θέλατε να σας ταξιδέψει στο μέλλον;

Με τον τζουρά και γενικότερα με τη μουσική, έχω ταξιδέψει περισσότερο στις καρδιές ωραίων ανθρώπων, όπως των δημιουργών που έφτιαξαν τα τραγούδια που αγάπησα και πόθησα να παίξω και να τραγουδήσω και επικοινώνησα μαζί τους μέσα από τις μελωδίες και τα λόγια τους, δηλαδή, με ταξίδεψαν σε ένα ολόκληρο μουσικό “σύμπαν”. Όμως έχω ταξιδέψει και στις καρδιές ανθρώπων υπέροχων που γνώρισα μέσα από τη μουσική δια ζώσης, που εκτίμησα, αγάπησα, θαύμασα, έγιναν φίλοι πολύτιμοι και παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου ο καθένας με τον τρόπο του και που διαφορετικά δε θα τους είχα γνωρίσει.

Το άλλο πρωτόγνωρο και μαγικό ταξίδι ήταν βέβαια αυτό της δημιουργίας που μέσα από μια απαιτητική κι επίπονη διαδικασία εσωτερικής μουσικής και ψυχικής αναζήτησης, σου δίνει κάποιες φορές απίστευτες χαρές, όταν το αποτέλεσμα δικαιώνει την προσπάθεια. Και στον χώρο, βέβαια, ταξίδεψα κυριολεκτικά με το τζουραδάκι μου σε τόσα μέρη της Ελλάδας, αλλά θα ήθελα πραγματικά στο μέλλον να με ταξιδέψει “ως τα πέρατα στου κόσμου” που έγραψα και στο τραγούδι κι είναι πέρα για πέρα αληθινό.

Με ποια αιτία και αφορμή θα «χορεύατε απόψε ένα ζεϊμπέκικο, ασίκικο παλιό»;

Θα χόρευα μόνη μου στο σπίτι, αν βρισκόμουν σε μια έντονα φορτισμένη συναισθηματικά κατάσταση ή αν με παρέσερνε η δύναμη της μουσικής ενός ζεϊμπέκικου ή σε μια μποέμικη βραδιά ρεμπέτικης μυσταγωγίας με παρέα εκλεκτή αλλά και με πολύ μερακλήδικη ορχήστρα, αφού πρώτα θα είχα πιει τα δέοντα ποτηράκια της μέθεξης... Και θα χόρευα μόνο ένα ζεϊμπέκικο…

«Της ζήσης οι λαβωματιές, του έρωτα ο πόνος, είναι για σένα η μουσική, είναι για σένα ο δρόμος». Τι είναι για εσάς η μουσική και ο δρόμος και πώς σχετίζονται με τη ζωή και την καθημερινότητά σας;

Η μουσική για μένα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, είναι η μικρή μου καθημερινή χαρά και απόδραση, το ταξίδι μακριά από όσα με αγχώνουν και με δυσκολεύουν. Από την ώρα που πίνοντας τον καφέ μου θα μελετήσω ένα καινούριο τραγούδι ή θα προσπαθήσω να θυμηθώ κάποια που έπαιζα ή να “σκαρώσω” μια καινούρια μελωδία, μέχρι την ώρα της πρόβας με τα υπόλοιπα παιδιά του σχήματος για την προετοιμασία μιας εμφάνισης ή την ώρα του παιξίματος στον κόσμο ή της ηχογράφησης στο στούντιο, όλα είναι για μένα μαγικές στιγμές που μου δίνουν απίστευτη χαρά, σαν ένα παιδί που βρίσκεται στο Λούνα Παρκ! Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν και τις δυσκολίες τους... Σίγουρα είναι μια από τις καλύτερες "επενδύσεις" χρόνου που έχω κάνει στη ζωή μου που με διαμόρφωσε και ως άνθρωπο από πολλές απόψεις.

Πώς μπορεί να ανακτηθεί η σχέση και η σύνδεση των νέων ανθρώπων με τα τραγούδια της παρέας και της ταβέρνας που έχει διαταράξει η περίοδος των δύο τελευταίων χρόνων;

Πιστεύω πως όσοι νέοι άνθρωποι ή και μεγαλύτεροι, είχαν την ανάγκη, την κουλτούρα αυτή, ήταν τρόπος ζωής γι’ αυτούς η παρέα με το τραγούδι και το γλέντι στην ταβέρνα, δηλαδή όλος αυτός ο τρόπος ψυχαγωγίας και επικοινωνίας, έχουν ήδη επανασυνδεθεί ή θα επανασυνδεθούν σύντομα. Είναι μια πολύ μεγάλη ανάγκη ψυχής που νιώσαμε τεράστια την έλλειψή της τα τελευταία δύο χρόνια και πιστεύω πως με την πρώτη ευκαιρία οι παρέες καρδιάς ξαναβρέθηκαν, γιατί η απομόνωση έγινε, πλέον, αβάσταχτη. Σίγουρα βοηθάει και το κλίμα του καλοκαιριού, ειδικά στη χώρα μας αλλά και η διαφορετική αντιμετώπιση από άποψη περιοριστικών μέτρων.

Ποια είναι η λαϊκή μουσική πραγματικότητα σε μια πόλη της περιφέρειας στην οποία εργάζεστε, όπως η Λαμία, συγκριτικά με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη; Αναπολείτε τη Θεσσαλονίκη και τη μουσική της παράδοση;

Δυστυχώς σε μια επαρχιακή πόλη, όπως η Λαμία, τα πράγματα είναι εντελώς απογοητευτικά σε αυτόν τον τομέα. Με τα χρόνια μεταβλήθηκε πολύ η κουλτούρα του κόσμου πάνω σε αυτό, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν ανύπαρκτη, πλέον, η ζωντανή ρεμπέτικη μουσική σκηνή στην πόλη. Οπότε φαντάζεστε πόσο μεγάλη είναι αυτή η έλλειψη για έναν λάτρη του είδους σαν εμένα και πολύ περισσότερο για κάποιον που θέλει να δημιουργήσει. 

Σίγουρα θυμάμαι και αναπολώ τη Θεσσαλονίκη αλλά για τους λόγους που περιέγραψα, τα τελευταία χρόνια έχω επιλέξει να μοιράζω τη ζωή μου ανάμεσα στη Λαμία και την Αθήνα, συνδυάζοντας την εργασία ως αρχιτέκτονας και ως μουσικός και στις δύο πόλεις. 

Η Αθήνα προσφέρει απλόχερα την ευκαιρία και να απολαύσεις υπέροχους μουσικούς του είδους σε αντίστοιχους χώρους, αλλά και να ανοίξεις τους ορίζοντές σου, να δραστηριοποιηθείς γενικότερα μουσικά και καλλιτεχνικά, να γνωρίσεις τους κατάλληλους ανθρώπους με τους οποίους να μπορείς να επικοινωνήσεις, να συνεργαστείς, να αλληλεπιδράσεις, να συνδημιουργήσεις όσον αφορά στη σύνθεση και την τραγουδοποιητική διαδικασία, γεγονός που έχει ήδη συμβεί και μου έχει δώσει μεγάλη χαρά κι ικανοποίηση ότι έκανα τη σωστή επιλογή!

Θα ήθελα τέλος να σας ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου γι' αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που μου έδωσε τη δυνατότητα επικοινωνίας μαζί σας και για τη φιλοξενία στη σελίδα σας!


Νικος Κολίτσης 
(Αρχισυντάκτης)

Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής (Τμήμα Φιλολογίας-ΑΠΘ), 
με μεταπτυχιακό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. 
Αριστούχος Δημοσιογραφίας, με σπουδές Φωτογραφίας. 
Συγγραφέας, κριτικός θεάτρου (για παιδιά & ενήλικες), κινηματογράφου & λογοτεχνίας, με συνεργασίες
με έντυπο-ηλεκτρονικό τύπο πανελλαδικά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου



Send us you CV: fairytalesbysofianna@gmail.com

Follow me on Social Media!

Subscribe to our mailing list

* indicates required