Fairytales by S. A. Paidousi

This blog is a part of FAIRYTALES by S. A. Paidousi.

Eπικοινωνήστε μαζί μας!


Sofianna's Paidousi official author site

Check out my other site!

  • To Fairytales προτείνει... - Οι περιπέτειες του Πινόκιο - Παιδικό θέατρο Τεχνοχώρος Εργοτάξιον 21 Σεπ - 28 Δεκ 2025 Εισιτήρια εδώ! "Οι Περιπέτειες του Πινόκιο" Η διαχρονική ιστο...

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

Δημήτρης Ψαθόπουλος:"΄Όσο έγραφα για τον Πολκ, έγραφα και για τις δικές μου σιωπές και για τις σιωπές όλων μας"

Ο συγγραφέας Δημήτρης Ψαθόπουλος ανοίγει πρώτος το φθινοπωρινό σχολικό του σακίδιο και το λεξικό των... "Άγνωστων Λέξεων", γιατί... "αυτές είναι οι πιο επικίνδυνες “άγνωστες λέξεις”, εκείνες που γνωρίζεις πολύ καλά, αλλά παριστάνεις πως δεν υπάρχουν". Άλλωστε, "οι λέξεις μας εκφράζουν, όταν είμαστε έτοιμοι να τις πούμε, αλλά μας προδίδουν, όταν τις χρησιμοποιούμε πρόωρα. Ή ψεύτικα. Ή για να κρυφτούμε πίσω τους".

Αποκλειστική συνέντευξη του συγγραφέα Δημήτρη Ψαθόπουλου στο Fairytales και τον δημοσιογράφο Νίκο Κολίτση 


Οι "Άγνωστες λέξεις" του τίτλου μοιάζουν να κρύβουν συναισθήματα, αναμνήσεις ή και αλήθειες που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Υπήρξε κάποια "άγνωστη λέξη" που σας στοίχειωνε προσωπικά κατά τη συγγραφή;
Ίσως η πιο άγνωστη λέξη για μένα ήταν η “παραδοχή”, όχι με την έννοια της ενοχής αλλά της εντιμότητας απέναντι στον εαυτό μας. Κατά τη συγγραφή, με στοίχειωνε αυτή η λέξη χωρίς να τη γράψω ποτέ. Ήταν σαν να στεκόταν διαρκώς στην άκρη της σελίδας και να μου ψιθυρίζει: “Πες το. Μην το στρογγυλεύεις. Μην το ξεπερνάς.”
Δεν ξέρω αν φταίει η γενιά μας, η ελληνική οικογενειακή παράδοση ή απλώς ο τρόπος που μάθαμε να επιβιώνουμε, αλλά υπάρχουν τόσα πράγματα που δε λέγονται. Όχι γιατί δεν τα γνωρίζουμε, αλλά γιατί δεν αντέχουμε να τα πούμε. Μερικές φορές ούτε καν στον εαυτό μας. Αυτές είναι οι πιο επικίνδυνες “άγνωστες λέξεις”, εκείνες που γνωρίζεις πολύ καλά, αλλά παριστάνεις πως δεν υπάρχουν.
Όσο έγραφα για τον Πολκ, για μια δολοφονία θαμμένη κάτω από στρώματα πολιτικής, φόβου και προπαγάνδας, άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν έγραφα μόνο για εκείνον. Έγραφα και για τις δικές μου σιωπές. Για τις σιωπές όλων μας.

Αν μπορούσατε να χαθείτε για μια μέρα στον κόσμο του βιβλίου σας, ποιον ήρωα θα επιλέγατε να ακολουθήσετε και γιατί;
Θα ακολουθούσα τον Μουσχουντή, τον Διοικητή της ασφάλειας. Όχι γιατί τον δικαιολογώ ούτε γιατί του χαρίζομαι, αλλά γιατί με στοιχειώνει.
Ήταν ο άνθρωπος που επωμίστηκε όλη τη βρώμικη δουλειά κι όχι γιατί την απολάμβανε. Τον έβλεπα πάντα σαν μια φιγούρα που είχε αποδεχτεί τον ρόλο του δημίου, χωρίς εσωτερικές παλινδρομήσεις, χωρίς μελοδραματικά διλήμματα κι αυτό είναι ίσως το πιο τραγικό.
Δεν ήταν ο τύπος που βασανίζει και μετά ξαγρυπνά γεμάτος τύψεις.Ήταν αυτός που βασανίζει και μετά συνεχίζει. Πιστός σε μια στρεβλή αίσθηση καθήκοντος. Ή ίσως απλώς παγιδευμένος σε μια μηχανή που δεν του άφηνε χώρο για διαφυγή.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, τον βλέπω ως τη σκοτεινή ραχοκοκκαλιά της ιστορίας: τον άνθρωπο που δεν αμφιταλαντεύτηκε ποτέ και που, ακριβώς γι’ αυτό, γίνεται ο πιο τραγικός απ’ όλους.
Θα ήθελα να ακολουθήσω τον Μουσχουντή για μια μέρα. Να δω αν, έστω για μια στιγμή, ράγισε. Αν κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και είδε κάτι άλλο από στολή και εντολή.


Το μυθιστόρημα φέρει μια αίσθηση γλωσσικής και ψυχολογικής αναζήτησης. Πιστεύετε πως τελικά οι λέξεις μας εκφράζουν ή μας προδίδουν;
Οι λέξεις είναι όλα αυτά μαζί. Μας εκφράζουν, μας προδίδουν, μας ξεγλιστρούν.
Είναι σαν καθρέφτες σε δωμάτιο με ατμούς -βλέπεις κάτι αλλά ποτέ ολόκληρο. Ή το βλέπεις θολά. Γι’ αυτό και γράφουμε: όχι επειδή έχουμε τις λέξεις, αλλά επειδή δεν τις έχουμε ακόμη.
Όταν έγραφα τις Άγνωστες λέξεις, ένιωθα συχνά ότι κυνηγούσα κάτι που δεν ήξερα πώς να πω. Μια σκέψη, μια αίσθηση, μια σιωπή που ήθελε να γίνει φράση. Κάποιες φορές το πετύχαινα, άλλες φορές όχι. Η αποτυχία έχει κι αυτή τη δική της αλήθεια. Μας λέει τι δεν μπορούμε ακόμα να πούμε κι αυτό, για μένα, είναι η ουσία της γλωσσικής αναζήτησης.
Οπότε... ναι. Οι λέξεις μας εκφράζουν, όταν είμαστε έτοιμοι να τις πούμε, αλλά μας προδίδουν, όταν τις χρησιμοποιούμε πρόωρα. Ή ψεύτικα. Ή για να κρυφτούμε πίσω τους.

Αν ένας αναγνώστης έβρισκε το βιβλίο σας παρατημένο σε ένα παγκάκι και το άνοιγε τυχαία, ποια σελίδα θα θέλατε να διαβάσει πρώτα και γιατί;
Θα ήθελα το μάτι του να πέσει σε μια φράση που αντικατοπτρίζει όλη την ουσία του βιβλίου και κατ' επέκταση το κλίμα της εποχής.  Τη λέει στον Μουσχουντή ο προιστάμενος του: "Θα κάνουμε αυτό που πρέπει, θα τελειώσουμε γρήγορα, θα ξεφορτωθούμε αυτόν τον εφιάλτη και μετά θα το ξεχάσουμε..."

Διαφήμιση

"Οδός Ψυχάρη

      Coming soon...          

    


"Εγγραφείτε στο ενημερωτικό μας δελτίο για τις τελευταίες ενημερώσεις σχετικά με νέες κυκλοφορίες βιβλίων, αποκλειστικό περιεχόμενο και ειδικές προσφορές. Γίνετε μέλος της κοινότητάς μας και μείνετε συνδεδεμένοι με τον μαγικό κόσμο των παραμυθιών της Σοφιάννας Παϊδούση!"

* indicates required

Intuit Mailchimp


Ποια είναι η πιο "άγνωστη λέξη" για εσάς σήμερα, είτε ως συγγραφέα είτε ως άνθρωπο;
Η πιο άγνωστη λέξη για μένα σήμερα είναι η “επιστροφή”. Τη λέμε συχνά σαν να είναι δεδομένη: επιστροφή στο σπίτι, στην αγάπη, στην κανονικότητα, στις ρίζες. 
Όσο περνά ο καιρός, τόσο συνειδητοποιώ ότι η επιστροφή είναι σχεδόν πάντα αδύνατη. Όχι γιατί οι τόποι χάνονται, αλλά γιατί αλλάζουμε εμείς. Επιστρέφουμε σε κάτι που δεν υπάρχει πια ή που δεν είμαστε πια ικανοί να το δούμε όπως τότε.
Ως συγγραφέας, η “επιστροφή” με βασανίζει αλλιώς: κάθε φορά που προσπαθώ να επιστρέψω σ’ ένα παλιό θέμα, σε μια μισοτελειωμένη σκέψη, σε έναν ήρωα που νόμιζα πως είχα καταλάβει… καταλαβαίνω ότι δε γίνεται. Δεν επιστρέφεις ποτέ πραγματικά. Ξαναπερνάς από τα ίδια μέρη αλλά σαν ξένος.
Ίσως γι’ αυτό είναι τόσο άγνωστη λέξη. Γιατί υπονοεί κάτι που ποθούμε, αλλά σπανίως καταφέρνουμε.


Πώς θα περιγράφατε το βιβλίο σας σε έναν τυφλό αναγνώστη, χωρίς καθόλου αναφορά σε πλοκή, χαρακτήρες ή εικόνες – μόνο με αισθήσεις και συναισθήματα;
Αν έπρεπε να περιγράψω το βιβλίο σε έναν τυφλό αναγνώστη, θα του έλεγα να νιώσει το ψυχρό βάρος της σιωπής που γεμίζει ένα δωμάτιο, όταν κάτι μένει αληθινά αδήλωτο.
Να ακούσει τον ανεπαίσθητο κρότο ενός βήματος που δε θέλει να ακουστεί και την ανάσα που κρατιέται για να μην αποκαλυφθεί μια αλήθεια.
Να μυρίσει το παλιό χαρτί που μυρίζει ιστορία και κρυφές απαγορεύσεις αλλά και τον αλμυρό ιδρώτα της αγωνίας.
Να νιώσει το μούδιασμα της αναμονής, το τρέμουλο της προδοσίας, αλλά και τη σπάνια γλύκα της μικρής ελπίδας που φωλιάζει ανάμεσα στις λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Το βιβλίο δεν είναι μια εικόνα, είναι μια ατμόσφαιρα. Μια μελωδία από σιωπές και ψιθύρους, που σε καλεί να σταθείς εκεί όπου το φως και το σκοτάδι συναντιούνται μέσα μας.

Η υπόθεση Πολκ είναι ένα βαθύ τραύμα στη νεότερη ελληνική ιστορία. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο να μεταφερθεί αυτή η τόσο ευαίσθητη και σύνθετη ιστορική πραγματικότητα στη μυθοπλασία;
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η ισορροπία ανάμεσα στη σκιαγράφηση του Μουσχουντή ως ανθρώπου και ως συμβόλου της εξουσίας, χωρίς να χάσουμε την αλήθεια του ιστορικού ντοκουμέντου.
Ο Μουσχουντής δεν είναι απλώς ένας βασανιστής, ένα «μαντρόσκυλο» της εξουσίας. Είναι ένα πρόσωπο που ο συγγραφέας πρέπει να αγαπήσει, όχι για να τον δικαιολογήσει, αλλά για να μπορέσει να τον παρουσιάσει με όλη την πολυπλοκότητά του. Η αγάπη αυτή δε σημαίνει αποδοχή των πράξεών του, αλλά κατανόηση των μηχανισμών και των δυνάμεων που τον διαμόρφωσαν.
Παράλληλα, η αποθήκευση και η επεξεργασία όλων των ιστορικών πληροφοριών που έχουν γραφτεί γι' αυτήν την υπόθεση ήταν μια πρόκληση από μόνη της. Έπρεπε να κάνω μια επιλογή, να κρατήσω μόνο εκείνα τα στοιχεία που έχουν λογοτεχνικό βάρος, που ενισχύουν την ατμόσφαιρα και τη σκέψη, χωρίς να παραβιάζουν την ιστορική αλήθεια. Δεν ήταν εύκολο να διατηρήσω αυτήν την ισορροπία, αλλά ήταν απαραίτητο για να σεβαστώ την πραγματικότητα και να δημιουργήσω μια αφήγηση που να έχει νόημα πέρα από τα γεγονότα.
Με άλλα λόγια, το βιβλίο θέλει να είναι μια γέφυρα ανάμεσα στην ιστορία και την ψυχολογία, ανάμεσα στην αλήθεια και την τέχνη, στον αναγνώστη και το τραύμα.

Στο βιβλίο σας ποια είναι η ισορροπία ανάμεσα στο ιστορικό ντοκουμέντο και τη μυθοπλασία; Πότε επιλέξατε να μείνετε πιστός στην Ιστορία και πότε προτιμήσατε τη "λογοτεχνική αλήθεια";
Η πρόθεσή μου από την αρχή ήταν να παραμείνω όσο πιο πιστός γίνεται στο ιστορικό ντοκουμέντο. Δεν ήθελα να “ξαναγράψω” την ιστορία· ήθελα να τη διαχειριστώ. Να σταθώ απέναντί της χωρίς να την καλλωπίσω, χωρίς να προσθέσω “ενδιαφέροντα” γεγονότα μόνο και μόνο για την πλοκή. Γι’ αυτό και οι δημιουργικές ελευθερίες που επέτρεψα στον εαυτό μου, περιορίστηκαν σε παρασκηνιακά στιγμιότυπα, σε κινήσεις “κάτω από το τραπέζι” - εκεί όπου η Ιστορία σταματά να καταγράφει και ξεκινά να υπαινίσσεται.
Για μένα, το κριτήριο ήταν απλό: αν ένας ιστορικός αποφάσιζε κάποτε να χρησιμοποιήσει το μυθιστόρημα ως βοήθημα για να γράψει την ιστορία της δολοφονίας του Πολκ, θα ήθελα να μη χρειαστεί να αλλάξει και πολλά.
Από την άλλη, η λογοτεχνική αλήθεια αφορά όχι το τι συνέβη, αλλά το πώς το κουβαλούν οι άνθρωποι που το έζησαν. Εκεί είχα μεγαλύτερη ελευθερία - να φωτίσω σιωπές, να επινοήσω βλέμματα, να δώσω φωνή σε όσους στην Ιστορία απλώς αναφέρονται με ένα επίθετο. Εκεί, το μυθιστόρημα ανέπνευσε. Ελπίζω πως αυτό το κράτημα, ανάμεσα στην ακρίβεια και τη βουβή εσωτερικότητα, ήταν που έδωσε στο βιβλίο τον ρυθμό του.
Ποια πτυχή της υπόθεσης Πολκ θεωρείτε ότι παραμένει ακόμα "άγνωστη" ή σκόπιμα παρερμηνευμένη από το ευρύ κοινό και πώς τη φωτίζει το μυθιστόρημά σας;
Αυτό που παραμένει πραγματικά σκοτεινό στην υπόθεση Πολκ και που το βιβλίο προσπαθεί να προσεγγίσει με διακριτικότητα, είναι το εξής:
Δεν ξέρουμε -και πιθανώς δε θα μάθουμε ποτέ- αν το κουκούλωμα ήταν αποτέλεσμα συντονισμένης συνωμοσίας ή αν προέκυψε από ένα συλλογικό, σχεδόν αυτόματο αντανακλαστικό αυτοσυντήρησης.
Αν, δηλαδή, οι δυνάμεις της εποχής -το κράτος, η αστυνομία, οι σύμμαχοι, η Δικαιοσύνη, ο Τύπος- συνεννοήθηκαν συνειδητά ή αν ο καθένας, με τον δικό του τρόπο, έκανε ό,τι μπορούσε για να “τελειώσει” το θέμα, να το αποσιωπήσει, να το ξεχάσει.
Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο ανατριχιαστικό στοιχείο: ότι μπορεί μια σκευωρία τέτοιας κλίμακας να μη χρειάζεται καν συντονισμό. Ότι αρκούν το ιστορικό κλίμα, η πίεση της στιγμής, ο φόβος και η ανάγκη για “σταθερότητα”, για να οδηγήσουν τόσους ανθρώπους σε μια σιωπηλή σύμπλευση.
Το βιβλίο, χωρίς να δίνει απαντήσεις, επιχειρεί να δημιουργήσει αυτό το ερωτηματικό -να αφήσει τον αναγνώστη να νιώσει την ασάφεια, την ασφυκτική ατμόσφαιρα μιας εποχής όπου η αλήθεια δεν ήταν απλώς επικίνδυνη· ήταν ασφυκτική.


Το μυθιστόρημα διατρέχει μια σκοτεινή περίοδο της Ελλάδας, όπου η δημοσιογραφία συχνά πλήρωνε ακριβά την αλήθεια. Πιστεύετε πως η σημερινή Ελλάδα έχει ξεπεράσει αυτά τα φαντάσματα, εντός ή εκτός δημοσιογραφίας;
Θα ήθελα να πω πως τα φαντάσματα εκείνης της εποχής ανήκουν στο παρελθόν, αλλά δεν το πιστεύω πραγματικά.
Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι η Ελλάδα του 1948. Δεν έχουμε στρατοδικεία, δεν έχουμε εξορίες. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι η αλήθεια δεν πληρώνεται ακόμη ακριβά.
Η λογοκρισία μπορεί να μην έρχεται πια με στολή και σφραγίδες, αλλά έρχεται με πιο ύπουλους τρόπους: με τη φίμωση, την απαξίωση, την απομόνωση.
Ο δημοσιογράφος που επιμένει να ρωτά ενοχλητικά πράγματα, συχνά μένει στο περιθώριο ή στοχοποιείται.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ίσως η κούραση του κόσμου απέναντι στην αλήθεια. Η αίσθηση ότι «όλοι ίδιοι είναι», ότι «τίποτα δεν αλλάζει». Αυτή η παραίτηση είναι πιο ύπουλη και από τη λογοκρισία.
Κι αν υπάρχει κάτι που θέλησα να δείξω μέσα από τις Άγνωστες λέξεις, είναι ακριβώς αυτό: ότι η αλήθεια δεν είναι κάτι που απλώς “βρίσκεται”, είναι κάτι που πρέπει να ζητάς διαρκώς, με κόστος.

Αν ο Τζορτζ Πολκ μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο σας, τι πιστεύετε ότι θα τον συγκινούσε περισσότερο και ποια "λέξη" ίσως του έμενε στο μυαλό;
Αν ο Τζορτζ Πολκ μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο, νομίζω πως δε θα τον συγκινούσαν τα γεγονότα αλλά το βλέμμα.
Το γεγονός ότι, έστω και δεκαετίες αργότερα, κάποιος προσπάθησε να σταθεί απέναντι στην ιστορία του όχι με στόμφο ούτε με ηρωολατρεία αλλά με σεβασμό και ειλικρίνεια.
Να αναγνωρίσει το βάρος της αδικίας, αλλά και τη σιωπή που την ακολούθησε. Να δει τον θάνατό του όχι σαν περιστατικό, αλλά σαν τραύμα που μας αφορά ακόμη.
Αν του έμενε μία λέξη, ίσως να ήταν η “ευθύνη”. Ευθύνη να μιλήσεις, όταν σε συμφέρει να σωπάσεις. Ευθύνη να μείνεις, όταν σε προσκαλούν να φύγεις. Ευθύνη να καταγράψεις, όχι αυτά που λέγονται, αλλά εκείνα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις.
Αυτή η λέξη χαρακτήρισε τη ζωή του και ίσως να ένιωθε, διαβάζοντας το βιβλίο, ότι δεν χάθηκε εντελώς μέσα στο ψέμα που τον σκέπασε.

Το βιβλίο εκτυλίσσεται σε μια περίοδο που η Ελλάδα βρίσκεται σε πολιτική θύελλα, ανάμεσα στον Εμφύλιο και τις ξένες παρεμβάσεις. Πώς αποτυπώσατε την ατμόσφαιρα αυτής της "διπλής κατοχής", εσωτερικής και διεθνούς;
Η Ελλάδα του 1948 δεν ήταν απλώς μια χώρα σε εμφύλιο. Ήταν μια χώρα παγιδευμένη ανάμεσα σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο και σε ένα δίκτυο εξωτερικών παρεμβάσεων που καθόριζαν τα πάντα, από την πολιτική μέχρι το ποιος θα ζήσει και ποιος θα σωπάσει.
Αυτή η “διπλή κατοχή”, εσωτερική και διεθνής, δεν ήταν πάντα ορατή. Δεν υπήρχαν στρατοί στους δρόμους, υπήρχε φόβος, καχυποψία, ενοχές.
Αυτό θέλησα να αποτυπώσω στο βιβλίο: μια ατμόσφαιρα πνιγηρή, όπου η αλήθεια δεν έχει χώρο να σταθεί, γιατί όλοι προσπαθούν να επιβιώσουν. Οι ήρωες μιλούν ψιθυριστά, κοιτούν γύρω τους πριν απαντήσουν, επιλέγουν κάθε λέξη σαν να κρατούν μαχαίρι στον λαιμό τους.
Ήταν δύσκολο να αποδοθεί αυτό χωρίς να γίνει διδακτικό ή αναλυτικό. Γι’ αυτό προσπάθησα να αφήσω την εποχή να “μιλήσει” μέσα από τις χειρονομίες, τα βλέμματα, τη σιωπή.
Η διπλή κατοχή δε δηλώνεται, υπονοείται. Ενσαρκώνεται στο πώς λειτουργεί η αστυνομία, στο πώς στήνονται οι εφημερίδες, στο πώς αποφεύγουν οι άνθρωποι τα επικίνδυνα ονόματα. Είναι μια κατοχή του αέρα όχι των συνόρων.

Μέσα από την πλοκή, ποιον ρόλο αποδίδετε στη "σιωπή" των πολιτών, των δημοσιογράφων ή και των ξένων διπλωματών εκείνης της εποχής; Είναι η σιωπή συνενοχή, προστασία ή τρόπος επιβίωσης;
Η σιωπή, εκείνη την εποχή, δεν είχε μία μόνο σημασία. Ήταν τρόπος, ήταν ρόλος, ήταν άλλοθι.
Για κάποιους -πολίτες ή δημοσιογράφους- ήταν απλώς τρόπος επιβίωσης. Έλεγαν λιγότερα για να μη χαθούν και οι ίδιοι. Κρατούσαν αποστάσεις από την αλήθεια, όπως κρατάς από τη φωτιά: όχι γιατί δε σε νοιάζει, αλλά γιατί καίει.
Για άλλους, όμως, η σιωπή ήταν μορφή συνενοχής. Ένα είδος σιωπηλής συναίνεσης στη διαστρέβλωση, στο κουκούλωμα, στον φόβο. Υπήρχε και η πιο επικίνδυνη σιωπή, η “διπλωματική”. Εκείνη που κρύβεται πίσω από την ουδετερότητα, αλλά στην πραγματικότητα συντηρεί την αδικία με το γάντι.
Στο βιβλίο, προσπάθησα να αποδώσω τη σιωπή ως πολυφωνική απουσία. Δεν μιλάει κάποιος, αλλά γύρω του υπάρχουν δεκαπέντε διαφορετικοί λόγοι για αυτό. Η σιωπή μπορεί να είναι φόβος, ντροπή, κυνισμός, απελπισία, συμφέρον. Ή και όλα αυτά μαζί.
Δεν ήθελα να την κρίνω· ήθελα να τη δείξω. Γιατί, τελικά, σε τέτοιες εποχές, δε σωπαίνεις μόνο, επειδή δεν έχεις φωνή, αλλά επειδή κανείς δε θέλει να ακούσει.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Δημήτρης Ψαθόπουλος
Άγνωστες λέξεις
Σελίδες: 384, Τιμή: 13.50 ευρώ
ISBN: 978-960-04-5500-7
Εκδόσεις Κέδρος

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Ψαθόπουλου «Άγνωστες λέξεις».
Μάιος 1948. Το αεροπλάνο προσγειώνεται στον αεροδιάδρομο, που λαμποκοπάει από τη βροχή. Ο Αμερικανός ρεπόρτερ πατάει το πόδι του στη Θεσσαλονίκη με δύο φωτογραφικές μηχανές στη βαλίτσα του, με διάσπαρτα στο κορμί του τα σημάδια από τον πόλεμο και μια τρελή φιλοδοξία στην καρδιά. Η συνέντευξη με τον αρχηγό των ανταρτών, Μάρκο Βαφειάδη, στο αρχηγείο του στο βουνό θα απογειώσει τη δημοσιογραφική του καριέρα. Αρκεί να βρει κάποιον να τον οδηγήσει εκεί.
Δέκα μέρες αργότερα το πτώμα του θα ανασυρθεί από τα νερά του Θερμαϊκού με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Σε μια πόλη όπου διπλωμάτες, στρατιωτικοί, κατάσκοποι και λαθρέμποροι βυσσοδομούν και ανταγωνίζονται για προνόμια και εξουσία, ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας, Νίκος Μουσχουντής, έχει λάβει σαφείς εντολές από την ανώτατη διοίκηση: Οι ένοχοι - κομμουνιστές ασφαλώς - είναι απαραίτητο να συλληφθούν το ταχύτερο και να καταδικαστούν. Οι σύμμαχοι Αμερικανοί δεν θα επιτρέψουν προχειρότητες και καθυστερήσεις.
Ύστερα από τρεις μήνες άκαρπων ερευνών, και ενώ οι πιέσεις είναι πλέον ασφυκτικές, ένας αριστερός δημοσιογράφος, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος, συλλαμβάνεται. Είναι ο ιδανικός ύποπτος προκειμένου να κλείσει η υπόθεση με τρόπο αποδεκτό. Η ομολογία του είναι ζήτημα χρόνου, κανείς δεν αντέχει για πολύ την ανάκριση στα μπουντρούμια της Ασφάλειας. Ο Μουσχουντής όμως δεν θα ησυχάσει αν δεν ανακαλύψει τον πραγματικό δολοφόνο.
Βασισμένο στην υπόθεση Πολκ, το μυθιστόρημα «Άγνωστες λέξεις» δεν έχει την πρόθεση να θέσει ξανά τα ίδια ερωτήματα και - πολύ περισσότερο - να βρει τις απαντήσεις που κανείς μέχρι σήμερα δεν αποτόλμησε να δώσει. Εξετάζει ένα ενδεχόμενο∙ μια σταγόνα στον ωκεανό των πιθανοτήτων.
Οι «Άγνωστες λέξεις» απέσπασαν τον Πρώτο Έπαινο ΚΘΒΕ 2014.

Βιογραφικό
Ο Δημήτρης Ψαθόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φαρμακευτική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Έχει γράψει διηγήματα και θεατρικά. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Ένα βιολί στο χρώμα του πάγου» (2020) και «Άγνωστες λέξεις» (2025).

Εκδόσεις Κέδρος
Γ. Γενναδίου 3, 106 78, Τηλ.: 210 3802007
kedros.gr, books@kedros.gr

Νικος Κολίτσης 

(Αρχισυντάκτης)

Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής 

(Τμήμα Φιλολογίας-ΑΠΘ), 

με μεταπτυχιακό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. 

Αριστούχος Δημοσιογραφίας, με σπουδές Φωτογραφίας. 

Συγγραφέας, κριτικός θεάτρου (για παιδιά & ενήλικες), κινηματογράφου  & λογοτεχνίας, με συνεργασίες με έντυπο-ηλεκτρονικό τύπο πανελλαδικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου



Send us you CV: fairytalesbysofianna@gmail.com

Follow me on Social Media!

Subscribe to our mailing list

* indicates required