H ραδιοφωνική παραγωγός και συγγραφέας Μαίρη Ζαχαράκη μας κερνάει "γλυκό στο ποτήρι", με στίχους, μελωδίες και ραδιοφωνικές αφιερώσεις, "Ρεμβάζοντας στον χρόνο", με συνδαιτημόνες τον ποιητή Ηλία Παπακωνσταντίνου και τον μουσικό και εικαστικό Μattia Manco, στα... πλατώ του Fairytales, γιατί... "την ποίηση πρέπει να τη μασήσεις καλά, χωρίς να βιάζεσαι να τη γευτείς..."
A, ναι... Φυσικά μπορεί μια ραδιοφωνική εκπομπή να χωρέσει στις σελίδες ενός βιβλίου... Άλλωστε, "το ραδιόφωνο είναι έρωτας, ένας άυλος τόπος συνάντησης, επικοινωνίας κι έκφρασης". Διαφωνεί κανείς;
Αποκλειστική συνέντευξη της Μαίρης Ζαχαράκη στο Fairytales
Ο πατέρας σας σας κληροδότησε την αγάπη για τη ζαχαροπλαστική και το ραδιόφωνο. Ποιο γλυκό θα ήταν ιδανικό συνοδευτικό του βιβλίου σας και γιατί; Πώς συνδέεται τελικά, στην περίπτωσή σας, η ζαχαροπλαστική και το ραδιόφωνο;
Πόσο όμορφα ξεκινά η κουβέντα μας! Ως ιδανικό συνοδευτικό για το βιβλίο μας θα έφτιαχνα ένα γλυκό σε ποτήρι, για να συμμετέχει η αφή στη μυσταγωγία των υπόλοιπων αισθήσεων, με βάση θρυμματισμένα αμύγδαλα και καραμέλα, γιατί την ποίηση πρέπει να τη μασήσεις καλά, χωρίς να βιάζεσαι να τη γευτείς, με απαλές κρέμες που θα ισορροπούν πάνω στο κουτάλι, όπως τα σχέδια του Ματτία στις λεκτικές εικόνες μας, μια υποψία σοκολάτα υγείας 70%, για τις γλυκόπικρες στιγμές που αναμετράσαι με τους φόβους σου και η γραφή τους κάνει να λιώνουν αργά, διακριτικό άρωμα μαστίχας για να ρεμβάζουμε στον χρόνο κι επικάλυψη γλυκό τριαντάφυλλο, γιατί το εφήμερο, αν το επεξεργαστείς, μπορεί να αλλάξει μορφή και να κρατήσει το άρωμά του.
Η ζαχαροπλαστική είναι το επάγγελμα που μου κληροδότησε ο πατέρας μου και το ασκώ, μερικές φορές, πειραματιζόμενη με νέες γεύσεις. Το ραδιόφωνο είναι η παρέα των ανθρώπων που είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται σε έναν κλειστό χώρο και να εργάζονται με τα χέρια, αφήνοντας στο μυαλό στιγμές να δραπετεύει με τα φτερά μιας μελωδίας, συνοδεύοντας ένα τραγούδι με τη φωνή τους, αφήνοντας τον ρυθμό να παρασύρει τις κινήσεις τους...
H μητέρα σας είναι υπεύθυνη για τη σύνδεσή σας με το βιβλίο, από μικρή ηλικία. Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που έβαλε στα χέρια σας και ποιο το πρώτο που θυμάστε ότι διαβάζατε μαζί; Πώς ένιωσε για το δικό σας πρώτο βιβλίο και ποιες ήταν οι εντυπώσεις της;
Αχ, θυμάμαι ένα βιβλίο με πολύχρωμες εικόνες που είχε τον τίτλο “Το βιβλίο μου με τις βιβλικές ιστορίες” και ζωντάνευε πρόσωπα και περιστατικά της Αγίας Γραφής, που ακόμα κι αν δεν μπορούσα να το διαβάσω, οι ζωγραφιές του έχουν εντυπωθεί στο μυαλό μου ανάγλυφα...
Η μητέρα μου αγαπούσε πολύ το διάβασμα και πάντα ξέκλεβε χρόνο για να χαθεί -κυριολεκτικά- στις σελίδες ενός βιβλίου. Προτιμούσε να μου δωρίσει ένα βιβλίο αντί για μία κούκλα, παρόλο που δεν τις στερήθηκα καθόλου. Ένα από τα πρώτα που είχαμε διαβάσει μαζί και συζητήσει αρκετά, ήταν ο “Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ” του Καρόλου Ντίκενς, από ότι μου είπε και η ίδια κι άλλα της κλασικής λογοτεχνίας για παιδιά (Μικρές κυρίες, Όλιβερ Τουϊστ, Τζέϋν Έϋρ, Πολυάννα,...).
Όταν πια ασχολήθηκα πιο ώριμα με την παρουσίαση βιβλίων, για την εφημερίδα Φιλόδημος, η συνήθεια να διαβάζουμε και να αναλύουμε τα ίδια βιβλία, συμφωνώντας ή διαφωνώντας, αποτέλεσε κομμάτι της καθημερινής μας επικοινωνίας.
Το “Ρεμβάζοντας” της άρεσε πολύ και το διάβασε ξανά και ξανά. Βέβαια, δεν είναι πολύ εκδηλωτικός άνθρωπος, οπότε οι αντιδράσεις της ήταν συγκρατημένες. Ξεχώρισε το κείμενο μου με τίτλο 'Φύση” και το έχει σχεδόν αποστηθίσει!
To Aίγιο, το «μπαλκόνι του Κορινθιακού», είναι η πόλη της καρδιάς σας. Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις σας από το Αίγιο και γιατί δε θα το αποχωριζόσαστε ποτέ; Με ποιο ποίημα θα το περιγράφατε και με ποιο τραγούδι αντίστοιχα;
Το Αίγιο, με τις φυσικές ομορφιές του, είναι μια μικρή ανακωχή με τον χρόνο, δίνοντας άφθονες αφορμές για ρεμβασμό. Τα ομαδικά παιχνίδια στην αγαπημένη μου πλατεία των Ψηλών Αλωνίων ("Μέλισσα-μελισσούλα; Ορίστε κερασούλα; το μέλι-μέλι έγινε με ποιον το παργγέλνετε;" και "Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα αγέλαστα μέρα ή νύχτα;" κ.ά.) τα σχολικά χρόνια στο ηρωικό και χαμένο πια Ένατο δημοτικό, στο Πρώτο Γυμνάσιο και Λύκειο, το καταφύγιο των διαβατάρικων πουλιών στον Υδροβιότοπο της Αλυκής, οι βόλτες στο λιμάνι, το γαλάζιο φρύδι του Κορινθιακού που αγκαλιάζει την πόλη...
Όλες αυτές οι στιγμές που φυλάμε στο κουτάκι της μνήμης, μας κάνουν να αγαπάμε έναν τόπο και να μην μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας μακριά του.
Το ποίημα που θα επέλεγα για το Αίγιο είναι το “Η Πόλις” του Κωνσταντίνου Καβάφη και το κομμάτι Cosmopolitics του Lumier...
«Ονειροπολώντας», «Ταξιδεύοντας» και «Ρεμβάζοντας μέσα στον χρόνο». Μετά από τριάντα χρόνια στο ραδιόφωνο, τι έχει αλλάξει στο πέρασμα των χρόνων και τι έχετε αποκομίσει από το μέσο συνολικά; Τι θέση κατέχει σήμερα το ραδιόφωνο στη ζωή του σύγχρονου Έλληνα;
Το ραδιόφωνο είναι έρωτας, ένας άυλος τόπος συνάντησης, επικοινωνίας κι έκφρασης. «Δεν υπάρχει μοναξιά, όπου υπάρχει ένα ανοιχτό ραδιόφωνο», δε λένε; Όσο κι αν άλλαξε με την πάροδο του χρόνου -κι είναι λογικό- ο ρόλος του στην ψυχαγωγία και την ενημέρωση είναι ακόμα σημαντικός. Μπορεί να είναι διαφορετική η αλληλεπίδραση με τους ακροατές. Για παράδειγμα, δε χτυπούν ασταμάτητα τα τηλέφωνα, όπως συνέβαινε το μακρινό 1991, για μετάδοση ενός αγαπημένου τραγουδιού ή απλώς για μία καλησπέρα, αφού τις περισσότερες φορές η επικοινωνία γίνεται μέσω μηνυμάτων, όμως η τεχνολογία και το διαδίκτυο άνοιξε τους ορίζοντες σε κάποιους από εμάς και διέρυνε το κοινό τους.
Μέσα από την εκπομπή πραγματοποίησα πολλά από τα όνειρά μου, έγινε προέκταση του “είναι” μου, διαφυγή από την καθημερινότητα και πρόκληση για νέους δρόμους, για μακρινότερα ταξίδια στην απέραντη θάλασσα της μουσικής και της ποίησης.
Όσο για το ποια θέση κατέχει στη ζωή του σύγχρονου Έλληνα, όπως λέει κι ένας φίλος μου, ραδιοφωναντζής από τη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας Μπαρμπαγιάννης, όσο υπάρχει το αυτοκίνητο ως μέσο, το ραδιόφωνο δεν εκλείπει, αφού η πρώτη κίνηση που κάνουμε είναι να γυρίσουμε το κουμπί και να βρούμε τον αγαπημένο μας σταθμό, πριν καν βάλουμε το κλειδί στη μίζα...
Πώς φαντάζεστε το ραδιόφωνο του μέλλοντος; Είναι το web radio η μετεξέλιξη του ραδιοφώνου;
Θα μου άρεσε το ραδιόφωνο να παραμείνει στα ερτζιανά -είμαι και νοσταλγός του τραντζίστορ, όσο κι αν με εκνευρίζουν τα παράσιτα-, αλλά και να έχουμε τη δυνατότητα να συνδεόμαστε ιντερνετικά, χωρίς να χρειάζεται να πληρώσουμε επιπλέον, όπου κι αν βρισκόμαστε!
Το web radio έχει άλλες απαιτήσεις για να κρατήσει το ενδιαφέρον του ακροατή ζωντανό, όπως το να υποστηρίζεται από μια δυνατή ομάδα παραγωγών που αγαπούν αυτό που κάνουν κι ένα καλό site που να μη δημιουργεί προβλήματα ακρόασης.
Εχθρός του ραδιοφώνου είναι οι λίστες, όσο εμπλουτισμένες κι αν είναι, γιατί θέλω να ακούσω μια φωνή που να μου δίνει περισσότερα στοιχεία για το τραγούδι που “παίζει” ή τον λόγο που το επέλεξε ή να με αιφνιδιάσει ευχάριστα με ένα κείμενο που θα διαβάσει, μια ζωντανή συνέντευξη ή μουσική συνάντηση στο στούντιο και πόσα άλλα όμορφα μας δίνει η ανθρώπινη παρουσία, ακόμα κι αν κάνει και μερικά σαρδάμ...
Πώς καταλήξατε στην τελική μορφή των κειμένων-ποιημάτων και των επιλεγμένων τραγουδιών, με τον συγγραφέα-ποιητή, Ηλία Παπακωνσταντίνου, που υπογράφετε μαζί το βιβλίο και πώς θα χαρακτηρίζατε τη συνεργασία και την επικοινωνία σας;
Ο Ηλίας ήταν μία ραδιοφωνική μου συνάντηση με αφορμή το βιβλίο του “Ο κύριος you see”. Γίναμε γρήγορα φίλοι και κρατήσαμε επαφή. Επειδή η εκπομπή μου ήταν από Δευτέρα-Πέμπτη, κάθε μέρα είχα μια διαφορετική διαδρομή και συνήθως τις Τρίτες έκανα μικρά αφιερώματα σε λέξεις που μπορεί να ήταν ένα συναίσθημα, μία έννοια, ένα αντικείμενο, μία συνθήκη κι αναζητούσα τραγούδια και ποιήματα που να ψηλαφούν τις εκδοχές τους. Κάποια στιγμή του ζήτησα να μου στείλει ένα ποίημα για το θέμα της εκπομπής κι αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν ένας σεβαστός αριθμός πρωτόλειων ποιημάτων. Σκεφτήκαμε να μπουν σε ένα βιβλίο κάποτε, να μην χαθουν αυτές οι στιγμές. Η Σύσση Καπλάνη, φίλη μου και εκδότρια των Εκδόσεων Φίλντισι, με την οποία το συζήτησα, επικρότησε την ιδέα κι έτσι ξεκίνησε αυτό το ταξίδι. Ανέλαβα αρχικά να βρω από τα τραγούδια των αφιερωμάτων αυτά που θα “κούμπωναν” καλύτερα με τα ποιήματα του Ηλία κι έπειτα να βρω τις λέξεις μέσα μου, που θα τα εισήγαγαν. Έτσι, προέκυψαν τα λυρικά κείμενα, όπως τα αποκαλώ εγώ ή τα ποιήματά μου, όπως τα λέει ο Ηλίας.
Ήταν μια πρόκληση για έναν έμπειρο εργάτη του λόγου, όπως αυτός, να “δουλέψει” ώμο προς ώμο με έναν πιο άπειρο, όμως ο Ηλίας ήταν πολύ υποστηρικτικός και με ενθάρρυνε, ιδιαίτερα τις στιγμές που ένιωθα ότι δε θα τα καταφέρω. Η Σύσση κρατούσε τις ισορροπίες κι έδωσε στο βιβλίο μας τη μορφή που έχει με την τρυφερή της επιμέλεια.
Σκεφτήκατε ότι οι αναγνώστες του βιβλίου μπορεί να επιλέξουν το δικό τους τραγούδι, διαβάζοντας τις λέξεις, τις σκέψεις, τα ποιήματα και βλέποντας τις εικόνες; Για παράδειγμα, το πρώτο τραγούδι που μου ήρθε στο μυαλό στη «Βαλίτσα», ήταν το αντίστοιχο με τη φωνή της Ελεονώρας Ζουγανέλη (Μουσική: Γιώργος Μουζάκης, Στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος)! Ή μήπως, τελικά, αυτός ήταν κι ο στόχος;
Είναι θαυμάσιο αυτό που λέτε και μακάρι να συμβαίνει! Δεν το είχα σκεφτεί, αλλά μου αρέσει η σκέψη και η επιλογή σας. Αυτά που υπάρχουν με μορφή Qr code είναι απλώς προτάσεις για μια άλλη ακρόαση, για να ζωντανέψουν τα θέματα του βιβλίου, να αποκτήσουν έναν ήχο, αλλά, κατά βάθος, αλλιώς μιλούν στην ψυχή κάθε αναγνώστη κι αυτή είναι η ομορφιά!
Μπορεί μια ραδιοφωνική εκπομπή να χωρέσει στις σελίδες ενός βιβλίου;
Η Μαίρη Ζαχαράκη, ραδιοφωνική παραγωγός στο Ράδιο Αίγιο, ο ποιητής Ηλίας Παπακωνσταντίνου και ο μουσικός και εικαστικός Mattia Manco συνεργάστηκαν αρμονικά για την υλοποίηση της έκδοσης.
Κάθε θέμα παρουσιάζεται από ένα ποιητικό κείμενο της Μαίρης Ζαχαράκη, ένα ποίημα του Ηλία Παπακωνσταντίνου, ένα σχέδιο του Mattia Manco και το τραγούδι (σε qr code), που θα συνόδευε το λόγο σε μια ραδιοφωνική εκπομπή.
«Πολλά τα βράδια των ρεμβασμών και των διάφορων αφιερωμάτων, πολλές κι οι επ’ ευκαιρία συναντήσεις. Μία πολύτιμη απ’ αυτές και με τον καλό μου φίλο ποιητή-συγγραφέα Ηλία Παπακωνσταντίνου. Επέλεγα μία λέξη, ένα συναίσθημα, μία έννοια, μία συνθήκη κι αναζητούσα τραγούδια, κείμενα και ποιήματα, που να ψηλαφούν τις εκδοχές τους. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν εγώ το ζήτησα από τον Ηλία πρώτη φορά ή εκείνος με το πηγαίο ταλέντο του με αιφνιδίασε ευχάριστα στέλνοντας μου ένα ποίημα που άγγιζε το θέμα της εκπομπής. Δεν έχει και τόση σημασία πιά αυτό, όσο το γεγονός πως σύντομα συγκεντρώθηκε ένας σημαντικός αριθμός πρωτόλειων υπέροχων ποιημάτων». Μ.Ζ.
Όλα είναι δυνατά, γιατί όλα είναι ταξίδι, μικρά αναμνηστικά στο σάκο του χρόνου.
O Ιταλός Mattia Manco, που έκανε τα σχέδια στο βιβλίο, είναι ένας από τους λίγους που ομιλεί τα Grico (αρχαία διάλεκτος, ελληνικής καταγωγής, που ακόμα ομιλείται σε ορισμένα χωριά τoυ Salento) κι αγωνίζεται για τη διάσωσή της γλώσσας και μέσω της σύνθεσης τραγουδιών σ’ αυτήν. Ποιο τραγούδι από όσα επιλέξατε στο βιβλίο, θα θέλατε να... μεταγράψει στα Grico και γιατί;
Πέρασε από πολλά η σκέψη μου πριν σταματήσει στο “Λεξικό η φύση” του Μιχάλη Μπουρμπούλη στους στίχους και του Βαγγέλη Καζαντζή στη μουσική και την ερμηνεία. Δίνει φωνή στη χαμένη πατρίδα μέσα μας που μας γνέφει μέσα από τα αφρισμένα κύματα της ζήσης μας, αλλά και σε όσα μας περιβάλλουν που στενάζουν και βοούν για την απληστία μας. "Πάψε πια να χτίζεις σπίτια, είναι λεξικό η φύση, εκεί θα βρεις τα όνειρά μας/Ξημέρωσε κι η μέρα ήρθε πάλι σκουριασμένη, μας κύκλωσε το παρελθόν, αγάπη μου, σε χώρα ξένη". Δε θα ήταν όμορφο να το ακούγαμε στα Griko που είναι μια γλώσσα που τη νιώθεις περισσότερο παρά την ακούς;
Mήπως, τελικά, οι επιλογές τραγουδιών θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο... νεοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων (σ.σ. ερώτημα και με την ιδιότητα του «συναδέλφου» μουσικού παραγωγού), με δεδομένο ότι, ενδεχόμενα, έχουν περισσότερα να πουν και λιγότερες ευκαιρίες να... ανακαλυφθούν από το κοινό;
Ναι, συνάδελφε, έχετε δίκιο, εκ των υστέρων θα συμφωνήσω μαζί σας, γιατί συλλαμβάνω τον εαυτό μου να συναντώ κάποιο τραγούδι νέου δημιουργού, που θα μπορούσα να είχα επιλέξει και θα ταίριαζε σε κάποιο θέμα περισσότερο. Από την άλλη, το στοίχημα ήταν, να δούμε ευρύτερα την ποικιλία του αναγνωστικού κοινού και να βρει κάποιο που να ταιριάζει με τα δικά του ακούσματα.
Προσπάθησα, λοιπόν, να έχω και νέους και παλιότερους τραγουδοποιούς, γιατί αν ήταν όλοι άγνωστοι, μπορεί κάποιος να μην έμπαινε στη διαδικασία να χρησιμοποιήσει το κινητό του για να ακούσει την πρότασή μου. Με παρηγορεί η σκέψη αυτού που αναφέρατε πιο πάνω, δηλαδή, κάποιο ποίημα ή σχέδιο να ξυπνήσει στη μνήμη του ένα τραγούδι του αγαπημένο και να θελήσει να το ακούσει.
Σημασία έχει το “Ρεμβάζοντας μέσα στον χρόνο” να δικαιώνει σε κάθε σελίδα τον τίτλο του, να σε παίρνει από το χέρι και να σε οδηγεί σε δικά σου εσωτερικά μονοπάτια...
Ο ραδιοφωνικός παραγωγός είναι... «υποχρεωμένος» να συναντά το κοινό του ή αυτό στερεί τη μαγεία του ραδιοφώνου; Tώρα που το τολμήσατε, πάντως, ποιο θα είναι το επόμενο συγγραφικό βήμα μετά... ραδιοφώνου;
Χμμμ! Έχει ένα ρίσκο η έκθεση, είναι η αλήθεια, αλλά δεν μπορώ να παραπονεθώ στο ελάχιστο, γιατί έχω εισπράξει τόση αγάπη που διώχνει τους όποιους φόβους μου.
Στην παρουσίαση που κάναμε στις 24 Σεπτεμβρίου -που ακολούθησε τη λογική μιας ραδιοφωνικής εκπομπής με ζωντανή μουσική, αναγνώσεις, ηχογραφημένες ευχές από φίλους και μικρά κείμενα-, η μαγεία ήταν εκεί κι ο κόσμος έδειχνε να το απολαμβάνει πολύ.
Το επόμενο συγγραφικό βήμα το έχω ήδη μοιραστεί με την εκδότριά μου, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε περισσότερα. Το “Ρεμβάζοντας” κυκλοφορεί μόνο δύο και κάτι μήνες κι εύχομαι να έχει πολύ δρόμο ακόμα, μέχρι να συναντήσει συνταξιδιώτες που θέλουν να περπατήσουν στις σελίδες του. Το επόμενο ραδιοφωνικό βήμα εκκρεμεί μόνο, αλλά εύχομαι όχι για πολύ ακόμη, γιατί νιώθω τα φτερά στις πλάτες μου να ανυπομονούν να δοκιμάσουν νέες πτήσεις...
Σας ευχαριστώ πολύ για όλα!
Βιογραφικό:
Γεννήθηκα στην Άμφισσα αλλά μεγάλωσα και ζω στο Αίγιο, που είναι η πόλη της καρδιάς μου. Ο πατέρας μου ήταν ζαχαροπλάστης και αγαπούσε τη μουσική. Ένα ανοιχτό ραδιόφωνο τού κρατούσε συντροφιά τις μοναχικές ώρες της δημιουργίας. Μου τα κληροδότησε και τα δύο. Η μητέρα μου όμως ήταν εκείνη που έβαλε το πρώτο βιβλίο στα χέρια μου. Σήμερα, χαίρομαι τις συζητήσεις μας για βιβλία που έχουμε διαβάσει.
Έκανα τα πρώτα ραδιοφωνικά μου βήματα στο Ράδιο Αίγιο 99,2 με την εκπομπή Ονειροπολώντας, ταιριάζοντας στίχους ποιητών με έντεχνα τραγούδια.
Τελικά, ταξιδεύω στα ερτζιανά 30 χρόνια, μέσα από την συχνότητα του Ράδιο Αίγιο και την εκπομπή Ρεμβάζοντας μέσα στο χρόνο.
Διαβάστε ακόμα:
Ο Παρφές, ένα σύγχρονο παραμύθι για τον σχολικό εκφοβισμό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου