Fairytales by S. A. Paidousi

This blog is a part of FAIRYTALES by S. A. Paidousi.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Ευφροσύνη Μαστρόκαλου: "O θάνατος σταματά να είναι μόνο απώλεια και γίνεται πεδίο επικοινωνίας με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με το παρελθόν"



H σκηνοθέτρια Ευφροσύνη Μαστρόκαλου, με όχημα μία "Αγγελία Θανάτου", μετατρέπει τη θεατρική σκηνή σε τόπο όπου... "το αόρατο γίνεται αισθητό και οι διαφορετικές γλώσσες συναντιούνται σε μία κοινή: τη γλώσσα της ανθρώπινης εμπειρίας". Γιατί όταν..."ο ηθοποιός εκτείθεται χωρίς ακκισμούς, με συγκέντρωση και με εντιμότητα, είναι ολοκληρωτικά παρόν στη στιγμή, όταν δεν «παίζει» ψεύτικα ή μηχανικά και δε στηρίζεται μόνο στις λέξεις αλλά σε ολόκληρη την ψυχοσωματική του έκφραση, το προσωπικό του βίωμα υπερβαίνει τα όριά του και αγγίζει κάτι αναγνωρίσιμο από όλους". 

Αποκλειστική συνέντευξη της Ευφροσύνης Μαστόκαλου στο Fairytales και τον δημοσιογράφο Νίκο Κολίτση

Αναφέρετε πως σας τράβηξε η «Αγγελία Θανάτου» όχι ως έργο αλλά ως ρωγμή. Αν το θέατρο είναι ρωγμή, τι βρίσκεται πίσω της; Το σκοτάδι, το φως ή κάτι άλλο;

Η «Αγγελία Θανάτου» με τράβηξε ως ρωγμή, γιατί δεν προσφέρει αφηγηματική λύτρωση, αλλά ανοίγει ένα κενό μέσα μας. Ο Heiner Müller, με τη γλώσσα και τη δομή του, ανοίγει αυτή τη ρωγμή και μας φέρνει αντιμέτωπους με τον θάνατο, την Ιστορία, την απώλεια νοήματος, χωρίς παρηγοριά.

Πίσω από αυτή τη ρωγμή, δεν υπάρχει ούτε μόνο σκοτάδι ούτε μόνο φως, αλλά η ένταση ανάμεσά τους – ο χώρος όπου συγκρούονται το ζωντανό και το νεκρό, το παρόν και το παρελθόν, ο λόγος και η σιωπή. Οι θεατές δεν παρακολουθούν απλώς, αλλά βιώνουν τον κατακερματισμό της πραγματικότητας, όπου τίποτα δεν είναι βέβαιο. 

Πίσω από τη ρωγμή υπάρχει η ίδια η απουσία νοήματος, η διάλυση του λόγουκα ι μέσα από αυτήν ίσως αναδύεται μια νέα μορφή «αλήθειας». Το θέατρο παύει να είναι απλή αναπαράσταση και γίνεται υπαρξιακή εμπειρία για ηθοποιό και θεατή: μια στιγμή όπου κάτι μέσα μας ραγίζει, σπάει και ανοίγει δρόμο για μία άλλη σύνδεση με αυτό που συμβαίνει στη σκηνή. 

Ο τίτλος της παράστασης εμπεριέχει κάτι οριστικό, όμως το σκηνικό σας σύμπαν φαίνεται να αναζητά λύτρωση. Πιστεύετε πως η τέχνη μπορεί να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με το τέλος;

Η τέχνη δεν συμφιλιώνει τον άνθρωπο με το τέλος, έτσι όπως το φανταζόμαστε, μπορεί όμως να του δείξει έναν δρόμο να το αντιμετωπίσει. Στην «Αγγελία Θανάτου» ο θάνατος είναι αμετάκλητος, αλλά το θέατρο, ως ζωντανή πράξη, ανοίγει ένα παράθυρο στη δυνατότητα να υπάρχουμε, όσο διαρκεί η παράσταση και μετά το τέλος.

Η λύτρωση που προσφέρει η τέχνη δε νικά τον θάνατο, μας επιτρέπει, όμως, να τον κοιτάξουμε κατάματα, να τον αντιληφθούμε χωρίς φόβο και να τον μεταμορφώσουμε σε κάτι ποιητικό. Στην «Αγγελία Θανάτου» ο θάνατος σταματά να είναι μόνο απώλεια και γίνεται πεδίο επικοινωνίας – με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με το παρελθόν. Κάθε σκηνική στιγμή γεννά ζωή μέσα από το τέλος. Η δράση επί σκηνής δεν καταργεί τον θάνατο, τον μεταμορφώνει σε λόγο, κίνηση, ανάσα. Ίσως εκεί βρίσκεται μια μορφή λύτρωσης: όχι γιατί ξεπερνάμε το τέλος, αλλά γιατί, για μια στιγμή, το μοιραζόμαστε και αυτό το μοίρασμα είναι πάντα μια μικρή νίκη απέναντι στην ακινησία και τη σιωπή.

"Αγγελία θανάτου¨ στο Tzamia Krystalla

Αν ο θάνατος είχε σκηνοθετική ματιά, πώς νομίζετε ότι θα έστηνε τη δική του παράσταση; Ποιο ρόλο θα σας ανέθετε και για ποιο λόγο;

Αν ο θάνατος σκηνοθετούσε μια παράσταση, φαντάζομαι πως δε θα ήταν σκοτεινή ή τρομακτική. Θα ήταν κάτι λιτό, γυμνό από στόμφο, μια σιωπηλή σκηνή όπου όσα θεωρούμε δεδομένα θα αποκτούσαν μία άλλη, αναπάντεχη διάσταση, μια παράσταση που θα στηριζόταν περισσότερο στην παύση παρά στη δήλωση, περισσότερο στο άκουσμα παρά στην εξήγηση.

Αν μου ανέθετε ρόλο, θα ήθελα να με τοποθετήσει στη θέση ενός Αγγέλου ή ενός Φαντάσματος – όπως στη δική μας παράσταση. Ενός προσώπου που μεταφέρει ένα μήνυμα που δεν το κατανοεί πλήρως, γιατί δεν είναι πληροφορία αλλά κάλεσμα σε επίγνωση, σε σιωπή, σε εσωτερική μετατόπιση. Ένας τέτοιος ρόλος θα μου επέτρεπε να γίνω η φωνή του αόρατου, ένας σύνδεσμος ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και σε αυτό που έρχεται μετά.

Ίσως γιατί, στην πραγματικότητα, όλοι στεκόμαστε έτσι απέναντι στο θάνατο: σαν φορείς ενός μηνύματος που κουβαλάμε στη ζωή μας χωρίς να μπορούμε να το συλλάβουμε ολοκληρωτικά, χωρίς να μας φαίνεται πραγματικά αληθινό. 

Οι άγγελοι –ή τα φαντάσματα– λειτουργούν ως γέφυρα ανάμεσα στον ατομικό πόνο και το συλλογικό τραύμα, υπενθυμίζοντας πως ό,τι χάνεται συνεχίζει να μιλά μέσα από εμάς.

Μιλάτε για τη μνήμη, την απουσία, την ενοχή και την επιθυμία για λύτρωση. Ποιο από αυτά τα τέσσερα στοιχεία λειτουργεί ως «καρδιά» της παράστασης;

Αν έπρεπε να ονομάσω την «καρδιά» της παράστασης, θα έλεγα πως είναι η μνήμη – η δύναμη που κρατά ζωντανό ό,τι έχει χαθεί. Μέσα από τη μνήμη φωτίζονται όλα τα υπόλοιπα στοιχεία: η απουσία αποκτά υλικότητα, η ενοχή γίνεται πιο καθαρή και η επιθυμία για λύτρωση αναδεικνύει το νόημά της.

Η μνήμη επιτρέπει στο παρελθόν να κατοικεί στο παρόν και δημιουργεί αυτό το κρίσιμο ρήγμα ανάμεσα στη θύμηση και τη λήθη. Εκεί γεννιέται η ένταση της παράστασης, καθώς οι θεατές καλούνται να σταθούν απέναντι στον χρόνο και την απώλεια, χωρίς να χάνουν την αίσθηση της δικής τους εσωτερικής «αλήθειας». 


Κάθε παράσταση είναι ένα είδος τελετής μνήμης. Πώς διαχειρίζεστε τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη θεατρική πράξη και το τελετουργικό βίωμα;

Η σκηνή οφείλει να παραμένει χώρος δράσης και αφήγησης, αλλά ταυτόχρονα να δημιουργεί συνθήκες συνάντησης με κάτι «υπερβατικό» – όχι με τη θρησκευτική έννοια, αλλά με την έννοια μιας εμπειρίας που ξεπερνά τα όρια και τη λογική της καθημερινότητας και αγγίζει μια βαθύτερη, εσωτερική διάσταση. Το τελετουργικό στοιχείο αναδύεται, όταν η σκηνή γίνεται πεδίο όπου μνήμη, απουσία, ενοχή και πιθανή λύτρωση αποκτούν μορφή και ένταση.

Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο θέατρο και σε μια οιονεί τελετή μνήμης διατηρείται μέσα από συνειδητή πρόθεση: η παράσταση παραμένει θεατρική πράξη, αλλά επιτρέπει συνάμα ένα άνοιγμα όπου το κοινό μετακινείται για λίγο έξω από τη συνηθισμένη πραγματικότητά του και συμμετέχει με τη φαντασία, το σώμα και την ευαισθησία του. Αυτό ακριβώς το πέρασμα από το καθημερινό σε κάτι «άλλο» ανοίκειο, συνιστά το τελετουργικό βίωμα.

Οι δύο ηθοποιοί μιλούν διαφορετικές γλώσσες, όμως συνομιλούν μέσω σιωπών, κινήσεων και βλέμματος. Πόσος λόγος χρειάζεται για να ειπωθεί η αλήθεια επί σκηνής;

Η αλήθεια στη σκηνή δεν απαιτεί πάντα λόγια. Παρότι οι δύο ηθοποιοί μιλούν διαφορετικές γλώσσες, επικοινωνούν πραγματικά μέσα από τις σιωπές, τα βλέμματα και τις κινήσεις τους. Ο λόγος μπορεί να φωτίσει ή να καθοδηγήσει, αλλά αυτό που άμεσα αγγίζει τον κάθε θεατή ξεχωριστά γεννιέται από το σώμα και την παρουσία, από τη στιγμή.

Είναι η σιωπή που αποκαλύπτει, το βλέμμα που μιλά πρώτο, η κίνηση που εκφράζει όσα οι λέξεις δεν μπορούν να χωρέσουν. Σε αυτές τις στιγμές, η σκηνή γίνεται τόπος όπου το αόρατο γίνεται αισθητό και οι διαφορετικές γλώσσες συναντιούνται σε μία κοινή: τη γλώσσα της ανθρώπινης εμπειρίας.

Διαφήμιση

"Οδός Ψυχάρη

    


"Εγγραφείτε στο ενημερωτικό μας δελτίο για τις τελευταίες ενημερώσεις σχετικά με νέες κυκλοφορίες βιβλίων, αποκλειστικό περιεχόμενο και ειδικές προσφορές. Γίνετε μέλος της κοινότητάς μας και μείνετε συνδεδεμένοι με τον μαγικό κόσμο των παραμυθιών της Σοφιάννας Παϊδούση!"

* indicates required

Intuit Mailchimp


Αναφέρετε ότι «οι φωνές, οι σιωπές, τα σώματα λειτουργούν ως ίχνη διαλόγου». Αν το σώμα είναι γλώσσα, ποια λέξη ή φράση θα θέλατε να προφέρει η παράσταση;

Μέσα από τις σιωπές, τα βλέμματα και την κίνηση, το σώμα εκφράζει όσα οι λέξεις συχνά αδυνατούν να αρθρώσουν: την ανάγκη για σύνδεση, την αναγνώριση της παρουσίας του άλλου, την επικοινωνία που συμβαίνει πέρα από το λόγο. Είναι ένα μήνυμα που φτάνει κατευθείαν στον θεατή, γεφυρώνοντας την απόσταση μεταξύ σκηνής και κοινού.

Αν το σώμα είναι γλώσσα, θα ήθελα η παράσταση να προφέρει τη φράση: «Σε βλέπω, είμαι εδώ». Μια φράση που συμπυκνώνει την ουσία της παρουσίας και της σχέσης –μια επικοινωνία που υπερβαίνει τη φυσική ή λεκτική επαφή και αγγίζει εκείνο το «αόρατο νήμα» ενέργειας που μας συνδέει με κάτι μεγαλύτερο από εμάς τους ίδιους.

Οι στιγμές που οι χαρακτήρες αγγίζονται «έμμεσα», σαν να διαισθάνονται ο ένας την ύπαρξη του άλλου, έχουν έναν σχεδόν ονειρικό παλμό. Πώς καθορίζετε τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην απόσταση και την ένωση;

Η ισορροπία ανάμεσα στην απόσταση και την ένωση γεννιέται από την απόλυτη προσοχή στη στιγμή και στην αίσθηση του σώματος του άλλου. Στην παράσταση, οι δύο ηθοποιοί δεν αγγίζονται άμεσα, όμως η επαφή υπάρχει μέσα από τα βλέμματα, τις κινήσεις και τις σιωπές, σαν να αισθάνονται ο ένας την παρουσία του άλλου πέρα από το ορατό.

Αυτή η συνθήκη δημιουργεί μια σκηνική «μουσική» που παίζεται στις παύσεις. Εκεί, στο διάστημα ανάμεσα στις κινήσεις, γεννιέται ένας ονειρικός παλμός: η ένωση γίνεται αισθητή χωρίς να πραγματοποιείται κι έτσι η ένταση της σύνδεσης μεγαλώνει ακριβώς, επειδή παραμένει ανολοκλήρωτη.

Η φυσική απόσταση ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς γεμίζει τον χώρο με μία υπόγεια αλλά έντονη ενέργεια. Μια σιωπηλή επικοινωνία που δεν εκφράζεται ευθέως, αλλά μεταδίδεται σαν υπαινιγμός, σαν μια ένταση που υπάρχει πριν ακόμη εμφανιστεί. Αυτή η αίσθηση παρουσίας χωρίς άγγιγμα δημιουργεί το ονειρικό, σχεδόν υπερβατικό, κλίμα της παράστασης –μια δόνηση που φτάνει κατευθείαν στον θεατή.

Αν η παράσταση ήταν ένας διάλογος ανάμεσα σε δύο ψυχές -κι όχι σε δύο ηθοποιούς- ποια θα ήταν η πρώτη και ποια η τελευταία φράση τους;

Αν η παράσταση ήταν ένας διάλογος ανάμεσα σε δύο ψυχές, η πρώτη φράση θα ήταν: «Σε βλέπω. I can see you» και η τελευταία φράση: «Είμαι εδώ. You can’t see me, but I am here» / «Δεν μπορείς να με δεις, αλλά είμαι εδώ». 

Η παράσταση φαίνεται να κινείται ανάμεσα στο προσωπικό τραύμα και το συλλογικό ασυνείδητο. Πώς μετατρέπεται το ατομικό βίωμα του ηθοποιού σε κάτι που ανήκει τελικά σε όλους; 

Το κείμενο του Müller φέρει προσωπικές τραυματικές μνήμες που συνδέονται βαθιά με ιστορικά και κοινωνικά τραύματα. Μέσα από τη γλώσσα, το προσωπικό πένθος μεταμορφώνεται σε καθρέφτη του συλλογικού βιώματος: εκεί όπου η ατομική απώλεια συναντά την ιστορική πληγή. Για τον Müller, το τραύμα δεν είναι μια αποκλειστικά ιδιωτική εμπειρία. Είναι ένας διάδρομος που ενώνει το άτομο με την ιστορία και το συλλογικό ασυνείδητο.

Στην παράσταση, αυτή η συνάντηση πραγματοποιείται μέσα από την αλήθεια του σώματος, της φωνής και της παρουσίας του ηθοποιού. Όταν ο ηθοποιός εκτείθεται χωρίς ακκισμούς, με συγκέντρωση και με εντιμότητα, είναι ολοκληρωτικά παρόν στη στιγμή, όταν δεν «παίζει» ψεύτικα ή μηχανικά και δε στηρίζεται μόνο στις λέξεις αλλά σε ολόκληρη την ψυχοσωματική του έκφραση, το προσωπικό του βίωμα υπερβαίνει τα όριά του και αγγίζει κάτι αναγνωρίσιμο από όλους. Το κοινό δε «βλέπει» απλώς τον ηθοποιό, αναγνωρίζει μέσα στη σκηνική πράξη δικές του μνήμες, φόβους και απώλειες.

Ο ηθοποιός, δηλαδή, λειτουργεί σαν αγωγός: μεταφέρει το ατομικό στο συλλογικό. Η προσωπική του εμπειρία γίνεται «αγγελία» ενός ευρύτερου τραύματος και το βιωματικό στοιχείο αποκτά γενική ισχύ  –κάτι που ανήκει σε όλους.




Αν ο θεατής μπορούσε να πάρει μαζί του ένα μόνο συναίσθημα φεύγοντας από την αίθουσα, ποιο θα θέλατε να είναι;

Στην «Αγγελία Θανάτου», η αυτοκτονία της Inge Müller δεν παρουσιάζεται μόνο ως μια προσωπική τραγωδία. Στο έργο του Heiner Müller η ατομική απώλεια γίνεται ένας καθρέφτης του συλλογικού τραύματος της Γερμανίας: της βίας, της καταπίεσης και των πληγών που άφησαν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο ναζισμός. Με έναν ποιητικό και αφαιρετικό τρόπο, ο Müller συνδέει το προσωπικό πένθος με τη μεγάλη ιστορική πληγή, δείχνοντας πως η καταστροφή μιας ζωής δεν είναι αποκομμένη από το σκοτάδι μιας ολόκληρης εποχής.

Η αυτοκτονία της γυναίκας λειτουργεί έτσι ως σύμβολο της κοινής ανθρώπινης απόγνωσης, φωτίζει την ευάλωτη φύση μας και τις σιωπηλές απώλειες που κουβαλάμε, είτε ως άτομα είτε ως συλλογικότητες. Αυτό το συναίσθημα: η αναγνώριση του προσωπικού και συλλογικού τραύματος, θα ήθελα να συνοδεύει τον θεατή, όταν φεύγει από την αίθουσα. Μια συγκινητική επίγνωση του πόσο εύθραυστη και ευάλωτη είναι η ανθρώπινη ύπαρξη και του πόσο βαθιά μας ενώνει η θλίψη και ο κοινός μας πόνος.

Aν η «Αγγελία Θανάτου» ήταν ένα όνειρο που επαναλαμβάνεται, σε ποιο σημείο του ονείρου θα ξυπνούσατε εσείς;

Αν θεωρήσουμε την «Αγγελία Θανάτου» ως ένα όνειρο που επιστρέφει ξανά και ξανά, τότε το σημείο στο οποίο θα «ξυπνούσα» δε θα ήταν τυχαίο. Θα ήταν μια στιγμή συγκίνησης ή συνειδητοποίησης όπου κάτι κορυφώνεται. Μια στιγμή όπου η εικόνα και το νόημα του ονείρου συναντιούνται και αποκαλύπτουν κάτι ουσιαστικό τόσο για το πρόσωπο του ονείρου όσο και γι’ αυτόν που ονειρεύεται. Για μένα, αυτή η στιγμή βρίσκεται στην εικόνα «μου έφτανε να απλώσω τα χέρια, παρασυρμένος από τον αέρα όπως ένας άγγελος». Εκεί το κείμενο σταματά να περιγράφει απλώς μια σκηνή και γίνεται κάτι πιο εσωτερικό, σχεδόν μυστικιστικό – μια αίσθηση βαθύτερης πνευματικότητας ενός «άλλου» κόσμου. Είναι το σημείο όπου ο αφηγητής αφήνεται, έστω και για μια αναπνοή, στην ελευθερία, στην ελαφρότητα, σε μια αίσθηση παραδοχής και ταυτόχρονα υπέρβασης. 

Αν το όνειρο επαναλαμβανόταν, θα ήθελα να ξυπνώ ακριβώς εκεί: στη στιγμή που το σώμα και η ψυχή μοιάζουν να απελευθερώνονται από το βάρος της πραγματικότητας. Γιατί εκεί γεννιέται κάτι, εκεί εμφανίζεται η βαθύτερη αλήθεια του ονείρου: η επιθυμία για λύτρωση, η ανάγκη να πιστέψουμε ότι μπορούμε, έστω για λίγο, να αιωρηθούμε πάνω από όσα μας βαραίνουν. Είναι η πιο τρυφερή και ταυτόχρονα η πιο αποκαλυπτική στιγμή, μια στιγμή που αξίζει να «ξυπνήσει» κανείς, πριν το όνειρο χαθεί, αλλά αφού έχει προλάβει να δείξει κάτι από το φως του.

Νικος Κολίτσης 

(Αρχισυντάκτης)

          Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής 

(Τμήμα Φιλολογίας-ΑΠΘ), 

με μεταπτυχιακό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. 

Αριστούχος Δημοσιογραφίας, με σπουδές Φωτογραφίας. 

Συγγραφέας, κριτικός θεάτρου (για παιδιά & ενήλικες), κινηματογράφου  & λογοτεχνίας, με συνεργασίες με έντυπο-ηλεκτρονικό τύπο πανελλαδικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου



Send us you CV: fairytalesbysofianna@gmail.com

Follow me on Social Media!

Subscribe to our mailing list

* indicates required